Ένας μύθος του Αισώπου για την καραντίνα:
Ένας δειλός άνθρωπος είχε γενναίο γιο που του άρεσε το κυνήγι, και ονειρεύτηκε ότι τον σκότωσε λιοντάρι. Φοβήθηκε μήπως αυτό γίνει στ’ αλήθεια, και έκλεισε το γιο του σε όμορφο, ψηλό και φωτεινό σπίτι. Για να ξεγελάσει τη λύπη του διακόσμησε τους τοίχους με εικόνες ζώων, μεταξύ αυτών και λιονταριού.
Κοιτώντας το λιοντάρι, ο γιος λυπόταν ακόμα περισσότερο, και τελικά πλησίασε και του λέει: «Είσαι κακό ζώο! Έδειξες αυτό το ψεύτικο όνειρο στον πατέρα μου και με κρατάς εδώ φρουρούμενο λες κι είμαι γυναίκα. Γιατί όμως είμαι όλο λόγια και δεν γίνομαι βίαιος;» Και όρμηξε με τα χέρια να τυφλώσει το λιοντάρι.
Μια σκλήθρα μπήκε τότε στο νύχι του και δημιούργησε φλεγμονή και πυρετό. Ο πατέρας του έκανε ότι μπορούσε αλλά τελικά ο γιος του πέθανε. Έτσι ο πατέρας δεν έσωσε το παιδί του, που έμελλε να πεθάνει από άψυχο λιοντάρι.
Να υπομένεις το πεπρωμένο σου με γενναιότητα χωρίς να σοφίζεσαι. Δεν μπορείς να αποφύγεις αυτό που είναι γραμμένο.
Σε άλλη εκδοχή του μύθου, στο τέλος αποκαλύπτεται ότι αυτό που έπρεπε να είχε κάνει ο πατέρας για να σώσει το παιδί του ήταν να το προετοιμάσει να παλέψει με το λιοντάρι.
(Δεν είμαι εναντίον της καραντίνας. Όπως πάντα, η δυσκολία είναι να βρεις την ισορροπία.)
Πηγές: Perry 363, Babrius 136